υδαταγωγός, -ός, -ό

υδαταγωγός, -ός, -ό
1. που φέρνει το νερό, υδραγωγός.
2. το αρσ. ως ουσ., υδαταγωγός αγωγός νερού, υδροσωλήνας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υδαταγωγός — ό, Ν 1. αυτός που μεταφέρει νερό (α. «υδαταγωγός κατασκευή» β. «υδαταγωγός γέφυρα» γέφυρα που φέρει υδραγωγείο) 2. το αρσ. ως ουσ. ο υδαταγωγός αγωγός νερού, σωλήνας νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + αγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην… …   Dictionary of Greek

  • υδραγωγείο — Σύστημα αγωγών που προορίζονται να μεταφέρουν νερό από άλλη περιοχή σ’ εκείνην της κατανάλωσης. Η ανάγκη μεταφοράς νερού από τις πηγές στα κατοικημένα κέντρα υπήρξε αισθητή από την προϊστορία. Ανάμεσα στα αρχαιότερα έργα του είδους, των οποίων… …   Dictionary of Greek

  • ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν …   Dictionary of Greek

  • υδραγωγείο — το 1. σωλήνας ή αυλάκι που διοχετεύει το νερό σε μια κατεύθυνση, υδαταγωγός, υδροσωλήνας. 2. τεχνικό έργο που μεταφέρει το νερό από την πηγή σε άλλον τόπο για ύδρευση των κατοίκων του: Αδριάνειο υδραγωγείο. 3. η δεξαμενή όπου αποθηκεύεται το νερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδραγωγός — ο αυλάκι ή σωλήνας που διοχετεύει το νερό, υδαταγωγός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”